- χλευαστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που ενέχει χλευασμό, σκωπτικός, σαρκαστικός, ειρωνικός: Τα λόγια του ήταν χλευαστικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χλευαστικός — derisory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλευαστικός — ή, ό / χλευαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χλευάζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλευασμό 2. αυτός που έχει την τάση να χλευάζει («χλευαστικὸς κόλαξ», Πολυδ.). επίρρ... χλευαστικώς / χλευαστικῶς ΝΜΑ, και χλευαστικά Ν κατά τρόπο χλευαστικό,… … Dictionary of Greek
χλευαστικά — χλευαστικός derisory neut nom/voc/acc pl χλευαστικά̱ , χλευαστικός derisory fem nom/voc/acc dual χλευαστικά̱ , χλευαστικός derisory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλευαστικόν — χλευαστικός derisory masc acc sg χλευαστικός derisory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλευαστικοῖς — χλευαστικός derisory masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλευαστικοῦ — χλευαστικός derisory masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλευαστικούς — χλευαστικός derisory masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλευαστική — χλευαστικός derisory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλευαστικήν — χλευαστικός derisory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλευαστικῶς — χλευαστικός derisory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)